- κοιλόκερα
- τα рогатые жвачные животные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοιλόκερα — Γενική ονομασία των θηλαστικών αρτιοδακτύλων που έχουν κοίλα (κούφια) κέρατα, τα οποία είναι γενικώς απλά, μόνιμα και κοινά στα δύο φύλα. Η κερατοειδής θήκη, επιθηλιακής προέλευσης, περιβάλλει την προεξοχή του μετωπιαίου οστού. Στα κ. ανήκουν το… … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… … Dictionary of Greek
κέρατα — Σκληροί επιδερμικοί σχηματισμοί από κεράτινη ή οστέινη ουσία, συμπαγείς ή κοίλοι, μόνιμοι ή πρόσκαιροι, τους οποίους φέρουν πολλά θηλαστικά στο κεφάλι. Τα κ. είναι κοντά ή μακριά, απλά ή διακλαδισμένα, ίσια ή συστρεμμένα και αυλακωμένα. Στα… … Dictionary of Greek